- ἑλιγμούς
- ἑλιγμόςwindingmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αερομοντελισμός — Τεχνική κατασκευής και χρησιμοποίησης αερομοντέλων, δηλαδή μικρών ομοιωμάτων πτητικών συσκευών, τα οποία μπορεί να είναι είτε στατικά, με πιστά αντίγραφα πραγματικών αεροσκαφών σε όλες τις λεπτομέρειες, είτε, το συνηθέστερο, ιπτάμενα. Τα ιπτάμενα … Dictionary of Greek
ελίσσω — και ελίττω (AM ἑλίσσω και ἑλίττω Α και ἐλίσσω και εἰλίσσω και εἱλίσσω) 1. περιστρέφω, περιτυλίσσω 2. ελίσσομαι α) ακολουθώ κίνηση με ελιγμούς β) περιστρέφομαι, συσπειρώνομαι, κουλουριάζομαι νεοελλ. ελίσσομαι 1. είμαι ευέλικτος στις κινήσεις και… … Dictionary of Greek
τακτική — Κλάδος της στρατιωτικής τέχνης, ο οποίος αφορά την κίνηση των ανδρών και των πολεμικών μέσων τόσο κατά τις διάφορες φάσεις της μάχης όσο και κατά τις φάσεις που προηγούνται και ακολουθούν αμέσως την κύρια σύγκρουση. Όπως είναι φανερό, η τ.… … Dictionary of Greek
διελίσσω — και διελίττω (Α) [ελίσσω] 1. ξετυλίγω μέσα από κάτι 2. (για στράτευμα) κάνω ελιγμούς, ετοιμάζομαι να προχωρήσω με ελιγμούς 3. εκθέτω, εξηγώ … Dictionary of Greek
εξελίσσω — (Α ἐξελίσσω, αττ. τ. ἐξελίττω) με αλλεπάλληλες μεταβολές μετασχηματίζω κάτι («η βιομηχανία εξελίχθηκε ραγδαία») νεοελλ. μετατρέπομαι, αλλάζω («ἐξελίσσεται σὲ λαμπρὸ ἐπιστήμονα») αρχ. 1. ξετυλίγω, ανοίγω («ἐξελίξας περιβολὰς σφραγισμάτων», Ευρ.) 2 … Dictionary of Greek
ζιγκ-ζαγκ — και ζικ ζακ επίρρ. 1. με γωνιώδεις ελιγμούς (φρ. «ο δρόμος πάει ζιγκ ζαγκ») 2. (με άρθρο ως ουσ.) το ζιγκ ζαγκ η κίνηση κατά γωνιώδεις ελιγμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. zig zag «οχυρωματικό χαντάκι γύρω από τα τείχη σε… … Dictionary of Greek
λιμάνι — Προστατευμένη φυσική ή τεχνητή περιοχή σε παραλία, σε όχθη ποταμού ή λίμνης, που προσφέρεται για την ασφαλή παραμονή των πλοίων, όπου μέσω λιμενικών εγκαταστάσεων, τα πλοία έχουν τη δυνατότητα φορτοεκφόρτωσης εμπορευμάτων, μεταφοράς επιβατών,… … Dictionary of Greek
ελίσσομαι — ελίχτηκα 1. στρέφομαι γύρω από ένα κέντρο, συσπειρώνομαι, κουλουριάζομαι: Το φίδι ελίσσεται. 2. κάνω ελιγμούς, διαγράφω στην κίνησή μου αλλεπάλληλες καμπύλες. 3. (στο στρατό), κινούμαι με ελιγμούς για άμυνα ή επίθεση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ελιγμός — ο 1. στριφογύρισμα, μανούβρα: Ελιγμοί φιδιού. 2. ελικοειδής κατεύθυνση, ζιγκ ζαγκ: Ελιγμοί του ποταμού. 3. ελικοειδής κίνηση ή μετασχηματισμός στρατεύματος ή ναυτικών μονάδων για λόγους τακτικής: Με ελιγμούς βρέθηκαν στα πλευρά του εχθρού. 4. μτφ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγανιά — η 1. καταδίωξη με ελιγμούς, κυνήγημα 2. ελικοειδής και ανηφορικός δρόμος 3. στροφή ανηφορικού δρόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιη, πιθ. < ρουμ. goană (= εκδίωξη, κυνήγημα)] … Dictionary of Greek